- αναδανείζω
- δανείζω εκ νέου, ανανεώνω παλαιότερο δάνειο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + δανείζω.ΠΑΡ. αναδανεισμός. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον φιλόλογο και ιστορικό Γεώργιο Κωνσταντινίδη τον Μακεδόνα το 1889].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδανεισμός — ο [αναδανείζω] 1. ανανέωση δανείο 2. επαύξηση δανείου με την προσθήκη τών οφειλόμενων τόκων … Dictionary of Greek